- ευλύγιστος
- -η, -οαυτός που λυγίζει εύκολα, εύκαμπτος, λυγερός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐλύγιστος — flexible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλύγιστος — η, ο (Μ εὐλύγιστος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος («ευλύγιστα κλαριά») 2. (για μέλη τού σώματος) ευκίνητος, εύκαμπτος νεοελλ. (για τον χαρακτήρα) ευμετάβλητος, άστατος («ευλύγιστη συνείδηση»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
εὐλύγιστον — εὐλύγιστος flexible masc/fem acc sg εὐλύγιστος flexible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλυγίστους — εὐλύγιστος flexible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλύγιστα — εὐλύγιστος flexible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αγώγιμος — η, ο (Α ἀγώγιμος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή) 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός … Dictionary of Greek
βεργολυγερός — ή, ό και βεργόλυγος, η, ο (για πρόσωπα) λεπτός και λυγερός, ευλύγιστος σαν βέργα … Dictionary of Greek
γναμπτός — γναμπτός, ή, όν (Α) [γνάμπτω] 1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν») 2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη) 3. ευμετάβολος («νόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι») … Dictionary of Greek
επικαμπής — ές (AM ἐπικαμπής) [επικάμπτω] καμπύλος, γωνιώδης, κυρτός, γυριστός αρχ. 1. ευλύγιστος. επίρρ... ἐπικαμπῶς (AM) καμπυλωτά, κυρτά … Dictionary of Greek